- Μποτοκούντο
- (Botocudo). Όνομα που δόθηκε σε μερικές βραζιλιανές φυλές της γλώσσας ζε, εξαιτίας της συνήθειας τους να φέρουν στο κάτω χείλος ή στον λοβό του αυτιού - διατρυπημένο και παραμορφωμένο - το λεγόμενο «μποτόκο», έναν ξύλινο κύλινδρο ή δίσκο συχνά μεγάλων διαστάσεων. Οι Μ. είχαν φήμη ανθρωποφάγων και αυτό υπήρξε αιτία ανήκουστων σφαγών από μέρους των αποίκων, αλλά φαίνεται ότι στην πραγματικότητα η εντύπωση αυτή προήρθε από σύγχυση με τους πληθυσμούς του Αμαζονίου. Οι Μ. συγκαταλέγονται πάντως, από πολιτιστική άποψη, μεταξύ των πιο πρωτόγονων λαών του βραζιλιανού υψιπέδου, γι’ αυτό και ονομάστηκαν Ταπουίτα, δηλαδή «βάρβαροι», από τους πιο πολιτισμένους Τουπί. Πραγματικά, στις φυλές ζε δεν βρίσκουμε γνώσεις σχετικές με τη γεωργία· η αλιεία και η καλαθοπλεκτική είναι τελείως πρωτόγονες: δεν ξέρουν επίσης τα μέσα ναυσιπλοΐας, ενώ οι καλύβες τους είναι απλώς στοιχειώδη καταφύγια.
Dictionary of Greek. 2013.